στοιβαχτός

στοιβαχτός
και στοιβακτός, -ή, -ό, Ν [στοιβάζω]
1. τοποθετημένος κατά στοίβες, στοιβαγμένος, συσσωρευμένος
2. συνεκδ. συμπεπιεσμένος, στρυμωγμένος, στρυμωχτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στοιβαχτός — ή, ό στοιβαγμένος, στριμωγμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιβακτός — ή, ό, Ν βλ. στοιβαχτός …   Dictionary of Greek

  • στοιβαστός — ή, όν, ΜΑ [στοιβάζω] στοιβαχτός μσν. (για αποστελλόμενα εμπορεύματα) συσκευασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”